εξονειρώσσω

Greek Monolingual

ἐξονειρώσσω και ἐξονειρώττω (Α)
παθαίνω ονείρωξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ονειρώσσω «παθαίνω εκσπερμάτωση κατά τον ύπνο»].