ἐξώπιος, -ον (Α)αυτός που βρίσκεται μακριά μας και δεν τον βλέπουμε πια («δόμων ἐξώπιος βέβηκε», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθεση εξ + ώψ «οφθαλμός»].