εξώπροικος

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἐξώπροικος, -ον)
(για περιουσιακά στοιχεία)
1. αυτός που δεν περιλαμβάνεται στην προίκα
2. το ουδ. ως ουσ. το εξώπροικο (Μ τὰ ἐξώπροικα)
περιουσιακά στοιχεία της συζύγου που παραμένουν στην κατοχή της και δεν περιλαμβάνονται στην προίκα.