Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
επήριστος
Greek Monolingual
ἐπήριστος, -ον (Μ) αυτός για τον οποίο αξίζει να ξεσπάσει έρις ή άμιλλα. [ΕΤΥΜΟΛ.<επί+εριστός (<ερίζω «φιλονεικώ»), το -η- λόγω της λειτουργίας του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].