επαινετικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπαινετικός, -ή, -όν)
1. αυτός που γίνεται για έπαινο
2. αυτός που συνηθίζει να επαινεί, εγκωμιαστικός («επαινετικά λόγια»).
-ή, -ό (AM ἐπαινετικός, -ή, -όν)
1. αυτός που γίνεται για έπαινο
2. αυτός που συνηθίζει να επαινεί, εγκωμιαστικός («επαινετικά λόγια»).