ἐπαποπνίγω (Α)1. πνίγω επί πλέον, πνίγω για κάτι2. μέσ. ἐπαποπνίγομαιπνίγομαι, αποπνίγομαι («ἐσθίων άποπνιγείης» — είθε να πνιγείς τρώγοντας).