επιθρηνώ

Greek Monolingual

ἐπιθρηνῶ, -έω (Α)
1. θρηνώ, κλαίω για κάτι και γενικά κλαίω
2. (με δοτ.) θρηνώ πάνω σε κάτι («ταῖς κεφαλαῖς ἐπιθρηνεῖν τῶν ἀνθρώπων, ὧν ἔφαγον», Γρηγ. Νύσσ.).