ἐπιπροϊάλλω (Α) προϊάλλω1. παραθέτω μπροστά σε κάποιον, βάζω μπροστά («ἢ σφῶιν πρῶτον μὲν ἐπιπροΐηλε τράπεζαν», Ομ. Ιλ.)2. στέλνω σε κάποιον.