επιτάκτης

Greek Monolingual

ἐπιτάκτης, ό (AM) επιτάσσω
μσν.
αυτός που διατάσσει, ο επιτακτήρ
αρχ.
επιτακτικός, δεσποτικός (ως μετφρ. του λατ. imperiosus).