ἐπιτέλειος, -ον (Α)1. τέλειος («ἐπιτελείαις εὐχαῖς», Ιώσ.)2. επιγρ. (ως επίθ. της Αφροδίτης) αυτός που φέρνει κάτι σε πέρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέλειος (< τέλος)].