επουλώνω

Greek Monolingual

(AM ἐπουλῶ, -όω)
κάνω ώστε να κλείσει μια πληγή, θεραπεύω
νεοελλ.
κάνω να λησμονηθεί κακό ή συμφορά («ο χρόνος επουλώνει τον πόνο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουλόω «χαράζω, προξενώ ουλές»].