επτάμορφος

Greek Monolingual

ἑπτάμορφος, -ον (Μ)
αυτός που εμφανίζεται με επτά διαφορετικές μορφές («τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας τὸ ἑπτάμορφον», Μεθόδ.).