επτάπληγος

Greek Monolingual

ἑπτάπληγος, -ον (Μ)
με επτά ή πολύ περισσότερες «πληγές», κτυπήματα, τιμωρίες (α. «ἔπεμψεν ὁ Θεός... ἑπτάπληγον ὀργήν» β. «τὴν τοῦ Κάιν έπτάπληγον τιμωρίαν», Μαλάλ.).