εράσμιος
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐράσμιος, -α, -ον) έραμαι
αυτός που σέ κάνει να τον ερωτεύεσαι, θελκτικός, αξιαγάπητος («τῷ τὴν ψυχὴν ἐρασμίῳ», Ξεν.)
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἐράσμιον
με αξιαγάπητο τρόπο.
-α, -ο (AM ἐράσμιος, -α, -ον) έραμαι
αυτός που σέ κάνει να τον ερωτεύεσαι, θελκτικός, αξιαγάπητος («τῷ τὴν ψυχὴν ἐρασμίῳ», Ξεν.)
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἐράσμιον
με αξιαγάπητο τρόπο.