ερίπλευρος

Greek Monolingual

ἐρίπλευρος, -ον (Α)
αυτός που έχει δυνατές πλευρές, ο στιβαρός («ἐριπλεύρῳ φυᾷ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -πλευρος (< πλευρά)].