εραννός
Greek Monolingual
ἐραννός, -ή, -όν (Α)
1. θελκτικός, ευχάριστος («Καλυδῶνος ἐραννῆς», Ομ. Ιλ.)
2. νεοπλατ. φιλοσ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐραννόν
όραμα που δίνει μακαριότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερασ-νός, (όπου -σν-
ἐραννός, -ή, -όν (Α)
1. θελκτικός, ευχάριστος («Καλυδῶνος ἐραννῆς», Ομ. Ιλ.)
2. νεοπλατ. φιλοσ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐραννόν
όραμα που δίνει μακαριότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερασ-νός, (όπου -σν-