εργαστήρι
Greek Monolingual
και αργαστήρι, το
1. εργαστήριο, όπου εργάζονται ομαδικά τεχνίτες ή εργάτες
2. το εργαστήριο γλύπτη, ζωγράφου, τεχνίτη κ.λπ.
και αργαστήρι, το
1. εργαστήριο, όπου εργάζονται ομαδικά τεχνίτες ή εργάτες
2. το εργαστήριο γλύπτη, ζωγράφου, τεχνίτη κ.λπ.