Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εριστός
Greek Monolingual
ἐριστός, -ή, -όν (Α) ερίζω αυτός που προκαλεί έριδες, φιλονεικίες («δεῖ τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν» — δεν πρέπει να συζητούμε με τους δυνατούς όσα προκαλούν έριδες, Σοφ.).