ερκοθηρικός
Greek Monolingual
ἑρκοθηρικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι που γίνεται με δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρκος + θηρικός].
ἑρκοθηρικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι που γίνεται με δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρκος + θηρικός].