Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ερυθηματώδης
Greek Monolingual
-ες αυτός που μοιάζει με ερύθημα, που παρουσιάζει συμπτώματα όμοια με ερύθημα («ἐρυθηματώδης λύκος»). [ΕΤΥΜΟΛ.<ερύθημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιωάννη Ορλάνδο].