Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ερωμένος
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἐρωμένος, -η, -ον(Α) ἐρώμενος, -η, -ον) βλ.ερώ (I). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερώμενοςείναι μτχ. ενεστ. του αρχ. ερώμαι, ενώ ο τ. ερωμένος τονίστηκε αναλογικά προς το θηλ. ερωμένη].