εσθέω

Greek Monolingual

ἐσθέω (Α)
ντύνω («ἐσθῆτα ἐσθημένος», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσθος. Το ρ. απαντά μόνο στους παρακμ., υπερσ. και, κυρίως, στη μτχ. ησθημένος ή εσθημένος].