το (AM ἑσπέραςΜ και ἁσπέρας)η εσπέρα, το βράδυ.[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη γενική του ουσ. εσπέρα. Το ουδ. γένος της λέξεως αναλογικά προς το αντίθετό του το πρωί].