ετεροιώ

Greek Monolingual

ἑτεροιῶ, -όω (ΑΜ) ετεροίος
αρχ.
1. καθιστώ κάτι διαφορετικό κατά το είδος
2. (η μτχ. ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑτεροιούμενα
οι μυθολογικές μεταμορφώσεις (τίτλος έργου του Νικάνδρου).