ευζωία

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐζωΐα, Α ποιητ. τ. εὐζῴα και εὐζωά) εύζωος
καλή, άνετη ζωή, καλοπέραση («μὴ ἔχειν πόρον εὐζωΐας» — το να στερείται, να του λείπουν οι ανέσεις).