Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ευλίμενος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐλίμενος, -ον) αυτός που έχει καλά και ασφαλή λιμάνια («εὐλίμενοι ἀκταί», Ευρ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ.το ευλίμενο (για παραθαλάσσια χώρα) το να έχει καλά λιμάνια («το ευλίμενο της Ελλάδας»).