ευλαβικός

Greek Monolingual

-ή, -ό ευλαβής
αυτός που συμπεριφέρεται ή γίνεται με ευλάβεια.
επίρρ...
ευλαβικώς και -ά
ευλαβώς, με τρόπο ευλαβή.