εὐμενίδες, αἱ (Α)1. (ενν. θεαί) ευμενείς θεές (Ερινύες)2. τίτλος τραγωδίας του Αισχύλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευμενής + κατάλ. -ίς / -ίδες. Χρησιμοποιήθηκε ευφημιστώς για τις Ερινύες].