Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εχθρικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐχθρικός, -ή, -όν) εχθρός αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εχθρό ή προέρχεται από αυτόν («εχθρικόςστρατός») νεοελλ. αυτός που φανερώνει έχθρα («εχθρική συμπεριφορά»). επίρρ... εχθρικώς και -ά κατά τρόπο εχθρικό.