ἐχόντως (Α)(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχω) φρ. «ἐχόντως νοῦν» — νουνεχώς, συνετώς (Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη μτχ. ενεστ. έχων, έχοντος του έχω].