εύβρωτος

Greek Monolingual

εὔβρωτος, -ον (Α)
ο καλός για φάγωμαεὔβρωτος πρὸς ξηροφαγίαν», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βρωτός (< βιβρώσκω)].