εύινος

Greek Monolingual

εὔινος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρές ίνες («ξύλον εὔχρουν, ἰσχυρόν, εὔινον», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ις, ινός «ίνα»].