εὔσελμος και επικ. τ. ἐΰσσελμος, -ον (Α)(για πλοία) αυτός που έχει καλά σέλματα, θέσεις για τους κωπηλάτες («νηὸς ἐϋσσέλμοιο», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σέλμα.