εἰαρόεις

English (LSJ)

εἰαρόεσσα, εἰαρόεν, poet., = ἐαρινός, Man.4.275.

Spanish (DGE)

(εἰᾰρόεις) -εσσα, -εν
primaveral Κριός del signo zodiacal, Man.4.275, Πληιάς Max.281.

German (Pape)

[Seite 722] εσσα, εν, Maneth. 4, 275, = ἐαρινός.

Greek (Liddell-Scott)

εἰαρόεις: εσσα, εν, Ἐπ. τύπος = ἐαρινός, Μανέθων 4. 275.

Greek Monolingual

εἰαρόεις, -εσσα, -εν (Α)
ο εαρινός.