εἰδησέμεν

French (Bailly abrégé)

inf. fut. épq. de *εἴδω.

Russian (Dvoretsky)

εἰδησέμεν: и εἰδήσειν эп. inf. fut. к *εἴδω.

Greek (Liddell-Scott)

εἰδησέμεν: Ἐπ. ἀπαρέμφ. μέλλ., ἴδε *εἴδω Β.

Greek Monotonic

εἰδησέμεν: απαρ. Επικ. μέλ., βλ. *εἴδω Β.