εἰδωλοποιητής

English (LSJ)

εἰδωλοποιητοῦ, ὁ, seer of phantoms, θεῶν ἢ νεκρῶν Vett. Val.112.34.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
creador de imágenes ἢ θεῶν ἢ νεκρῶν εἰ. Vett.Val.107.15.

Greek Monolingual

εἰδωλοποιητής, ο (Α)
αυτός που βλέπει είδωλα, φαντάσματα.