εἰδωλοποιός
English (LSJ)
ὁ,
A image-maker, Pl.Sph.239d, Iamb. Myst.3.28.
II Adj., producing phantasmal appearances, δύναμις ib.10.2, cf. 2.10.
Spanish (DGE)
-όν
I 1que fabrica estatuas, imaginero, ἀνήρ Iambl.Myst.3.29, cf. 28
•fig. que crea ídolos τῆς εἰδωλοποιοῦ ταύτης αἱρέσεως τὰς ῥίζας ἐκτεμόντες habiendo arrancado las raíces de esa herejía forjadora de ídolos Epiph.Const.Haer.79.1.7.
2 que crea imágenes mentales ἡ ... φανταστικὴ δύναμις ἐν ἡμῖν ἐστιν εἰ. Iambl.Myst.10.2.
II subst. ὁ εἰ. creador de imágenes de los sofistas, Pl.Sph.239d, Procl.in Cra.10.
German (Pape)
[Seite 725] ὁ, der Bildmacher, Nachbildner, Plat. Soph. 239 d.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui crée des images.
Étymologie: εἴδωλον, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
εἰδωλοποιός: ὁ создатель изображений, художник Plat.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδωλοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων εἴδωλα, Πλάτ. Σοφ. 239D.
Greek Monolingual
ο (Α εἰδωλοποιός)
1. ο κατασκευαστής εικόνων
2. ως επίθ. αυτός που προκαλεί εμφανίσεις φαντασμάτων.