εἰκέναι

English (LSJ)

Att. for ἐοικέναι, inf. of ἔοικα.

Spanish (DGE)

v. ἔοικα.

French (Bailly abrégé)

inf. de ἔοικα.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκέναι: Ἀττ. ἀντὶ ἐοικέναι, ἀπαρέμφ. τοῦ ἔοικα.

Greek Monotonic

εἰκέναι: Αττ. αντί ἐοικέναι, απαρ. του ἔοικα.

Greek > English (Woodhouse Verbs Reversed)

(see also ἔοικα): be like