εἰκοβολία

English (LSJ)

ἡ, talking at random, Phld.Rh.2.98 S. (pl.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
lanzamiento al azar, fig. ref. palabras conjetura Phld.Rh.2.98.

Greek Monolingual

εἰκοβολία, η (Α)
το να μιλάει κανείς άστοχα ή επιπόλαια.