εἰκοσιετής

English (LSJ)

εἰκοσιετές, v. εἰκοσαετής.

German (Pape)

[Seite 727] ές, zwanzigjährig, D. Cass. 55, 9.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκοσιετής: -ές, ἴδε εἰκοσαετής.

Greek Monotonic

εἰκοσιετής: -ές, = εἰκοσα-ετής, σε Πλάτ.

Middle Liddell

= εἰκοσαετής, Plat.]