εἰρωνευτικός
English (LSJ)
εἰρωνευτική, εἰρωνευτικόν, = εἰρωνευτής (dissembler, one who says less than he thinks), Sch. ARh. 1.486.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 irónico οἱ λόγοι τοῦ Γοργίου Anon.in Rh.190.5
•sarcástico glos. a κερτόμιος Sch.A.R.1.486a.
2 adv. -ῶς mediante el empleo de la ironía Anon.in Rh.262.11.
German (Pape)
[Seite 736] = Folgdm, Schol. Ap. Rh. 1, 486.
Greek (Liddell-Scott)
εἰρωνευτικός: -ή, -όν, = εἰρωνικός, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ροδ. Α. 486.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α εἰρωνευτικός, -ή, -όν)
ο ειρωνικός.