εἰσιτητήρια
Greek (Liddell-Scott)
εἰσιτητήρια: τά, = εἰσιτήρια, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν καὶ Πειραιῶς. CIA. ΙΙ. 325. 470 (δίς). 482. 622. - Πρβλ. ἐξιτητήρια.
Spanish (DGE)
-ων, τά
sacrificios inaugurales al comienzo del año y en la aceptación de cargos (ἡ βουλή) εἰσιτητήρι' ἔθυσε D.19.190, εἰ. τῆς ἀρχῆς SEG 41.1003.2.37 (Teos III/II a.C.), τῶν ἱερῶν ὧν ἔθυεν τοῖς εἰσιτητηρίοις τῇ Ἀγλαύρῳ SEG 33.115.11 (Atenas III a.C.), ἔθυσεν ἐν τῷ πρυτανε[ί] ῳ τὰ εἰσιτητήρια ἐπὶ τῆς κοινῆς ἑστ[ίας τ] οῦ δήμου IG 22.1011.34 (II a.C.), cf. Ath.Decr.36.27 (IV a.C.), IG 22.1315.7, SEG 46.134.20 (ambas III a.C.), 1043.8 (I a.C.).