εἰσπομπή

English (LSJ)

ἡ, introduction, Suid.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
introducción δόρατος ... ἐπὶ τοῦ ... βραχίονος Eun. en Sud.
envío hacia el interior ἡ μὲν ὄψις κατ' ἐκπομπὴν αἰσθάνεται, αἱ δὲ λοιπαὶ (αἰσθήσεις) κατὰ εἰσπομπήν Phlp.in de An.416.30.

German (Pape)

[Seite 746] ἡ, die Einsendung, Einführung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσπομπή: ἡ, τὸ εἰσπέμπειν, Θεοφυλ. Σιμοκ. Ἱστ. 2. 6· - «εἰσπομπή, εἰσβολὴ» Σουΐδ.