εἰστείχω

English (LSJ)

(for εἰσστ-), = εἰσέρχομαι, Schwyzer 633.1,al. (Lesbos).

Spanish (DGE)

• Morfología: [lesb. pres. inf. εἰστείχην Sokolowski 3.124.18 (Ereso II a.C.)]
entrar πρὸς φιλίου τέμενος ἥρωος IKnidos 301.4 (III a.C.), μὴ εἰστείχην δὲ μηδὲ γυν[αῖκ] α εἰς τὸν ναυὸν πλὰν τᾶς ἱερέας Sokolowski l.c.