εἰσότε

English (LSJ)

for εἰς ὅτε, against the time when, Od.2.99,al.

Spanish (DGE)

conj. temp. hasta que c. aor. ind. εἰ. κούρη εἵλετ' ... τεύχη de Atenea h.Hom.28.14, εἰ. ... νέκυν κτερέιξεν ὅμιλος A.R.2.857, cf. 4.800, εἰ. Βακχιάδαι ... ἀνέρες ἐννάσαντο μετὰ χρόνον A.R.4.1212, εἰ. ... ἐπὶ τὴν ... ἀτελεύτητον ζωὴν μετεστήσατο Eus.VC 1.9.1, cf. 3.13.2, Soz.HE 3.19.7, 4.23.8.

German (Pape)

[Seite 745] bis daß, Od. 2, 99 getrennt geschrieben, u. sp. D.

French (Bailly abrégé)

conj.
jusqu'à ce que.
Étymologie: εἰς ὅτε.

Russian (Dvoretsky)

εἰσότε: чаще εἰς ὅτε conj. до того как Hom.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσότε: ἀντὶ εἰς ὅτε, καθ’ ὃν χρόνον, ὅταν, Ὀδ. Β. 99· ἴδε πρόθ. εἰς ΙΙ. 1.

Greek Monolingual

εἰσότε (Α)
έως ότου, όταν.

Greek Monotonic

εἰσότε: ή εἰςὅτε, μέχρι τη στιγμή που, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[εἰς, ὅτε]
against the time when, Od.