εἱληθερέομαι

Greek Monotonic

εἱληθερέομαι: Μέσ., λιάζομαι στον ήλιο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

εἱληθερέομαι: греться на солнце Luc.

Middle Liddell

εἱληθερέομαι,
Mid. to bask in the sun, Luc.