εἱργμοφύλαξ

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ, gaoler, X.HG5.4.8.

German (Pape)

[Seite 734] ακος, ὁ, der Gefängnißwärter, Xen. Hell. 5, 4, 8.

Russian (Dvoretsky)

εἱργμοφύλαξ: ᾰκος ὁ тюремный сторож, тюремщик Xen.

Greek (Liddell-Scott)

εἱργμοφύλαξ: ῠ, -ᾰκος, ὁ, ἡ, δεσμοφύκαξ, Ξεν. Ἑλλ. 5.4,8.

Greek Monolingual

εἱργμοφύλαξ, ο (Α)
δεσμοφύλακας.