εἴα

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impér. de ἐάω.

Spanish (DGE)

v. ἐάω.

Greek Monotonic

εἴᾱ: γʹ ενικ. παρατ. του ἐάω.

Russian (Dvoretsky)

εἴα: и ἔα 3 л. sing. impf. к ἐάω.