εἴδετε

French (Bailly abrégé)

2ᵉ pl. ao.2 ind. de *εἴδω;
(épq.) 2ᵉ pl. pf.2 sbj. de *εἴδω.

Greek Monotonic

εἴδετε: Επικ. αντί εἴδητε, βʹ πληθ. υποτ. του οἶδα· βλ. *εἴδω Β.