v. ἔοικα.
[Seite 733] = ἐοίκασι, s. ἔοικα.
3ᵉ pl. pf. att. de εἴκω¹.
εἴξασι: Eur. 3 л. pl. pf. к *εἴκω I.
εἴξασι: ἴδε ἔοικα· ― εἴξασκε, ἴδε εἴκω.
εἴξασι: Αττ. αντί ἐοίκασι, γʹ πληθ. του ἔοικα.